- ευγονισμός
- οεπιστημονική προσπάθεια βελτίωσης του ανθρώπινου γένους με βάση τις αρχές της βιολογίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ευγονισμός — ο θεωρία που υποστηρίζει την προγραμματισμένη διατήρηση και τον εξευγενισμό μιας φυλής και γενικά τού ανθρώπινου γένους με την υπόδειξη μέτρων για τη βελτίωση τών σωματικών ιδιοτήτων μιας φυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
ευγενισμός — ο η ευγονική, ο ευγονισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευγενίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στα Έγγραφα Ελληνικής Επαναστάσεως] … Dictionary of Greek
ευγονική — η βλ. ευγονισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)